ὁλότμητος

ὁλότμητος
ὁλό-τμητος, ganz zerschnitten

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολότμητος — ὁλότμητος, ον (Α) κομμένος σε ολόκληρα μεγάλα τεμάχια («ὁλότμητα δεῑπνα», Φρύν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + τμητός (< τέμνω), πρβλ. νεό τμητος] …   Dictionary of Greek

  • ὁλότμητα — ὁλότμητος cut in large pieces neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”